ανθοπωλείο

ανθοπωλείο
το
κατάστημα στο οποίο πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοπώλης. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1889 σε επιγραφή εργαστηρίου των Αθηνών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανθοπωλείο — το κατάστημα όπου πωλούνται λουλούδια: Τα ανθοπωλεία είναι ανοιχτά και την Κυριακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”